καταστύφω

καταστύφω
καταστύφω (Α)
1. κάνω κάτι πολύ στυφό
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστυμμένος, -η, -ον
(για πρόσ.) μτφ. δύστροπος, δύσκολος
3. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τo κατεστυμμένον
μτφ. η στυφότητα, η αυστηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + στύφω «είμαι στυφός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταστύφω — καταστύ̱φω , καταστύφω astringe pres subj act 1st sg καταστύ̱φω , καταστύφω astringe pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστύφοντα — καταστύ̱φοντα , καταστύφω astringe pres part act neut nom/voc/acc pl καταστύ̱φοντα , καταστύφω astringe pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστυμμένον — κατεστῡμμένον , καταστύφω astringe perf part mp masc acc sg κατεστῡμμένον , καταστύφω astringe perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστυμμένων — κατεστῡμμένων , καταστύφω astringe perf part mp fem gen pl κατεστῡμμένων , καταστύφω astringe perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστυμμένη — κατεστῡμμένη , καταστύφω astringe perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστυμμένος — κατεστῡμμένος , καταστύφω astringe perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστυμμένῳ — κατεστῡμμένῳ , καταστύφω astringe perf part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέστυψεν — κατέστῡψεν , καταστύφω astringe aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”